- καντσονέτα
- η1. ιταλικό λαϊκό τραγούδι, κυρίως στις περιοχές τής Νεάπολης και τής Βενετίας2. μονοφωνικό συνήθως τραγούδι με συνοδεία κιθάρας και ρυθμική και μελωδική απλότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. canzonetta, υποκορ. τής λ. canzone «τραγούδι»].
Dictionary of Greek. 2013.